- κυνισμόν
- κυνισμόςCynical philosophymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνισμός — ο (Α κυνισμός) [κυνίζω] το φιλοσοφικό σύστημα, η συμπεριφορά και, γενικά, η ζωή τών κυνικών φιλοσόφων («συγκαθεῑρξε τὸ σκῶμμα καὶ τὸν κυνισμὸν καὶ τὸν Ἀριστοφάνη», Λουκιαν.) νεοελλ. η τάση για περιφρόνηση τών συμβατικών κανόνων συμπεριφοράς αλλά… … Dictionary of Greek